- εὐυπόκριτος
- εὐυπόκριτοςplaying one's part wellmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευυπόκριτος — εὐυπόκριτος, ον (Α) 1. αυτός που υποκρίνεται καλά το πρόσωπο που υποδύεται, που ερμηνεύει καλά τον ρόλο του 2. φρ. «εὐυπόκριτος συμβίωσις» καλή συμβίωση, ομαλή συμβίωση 3. αυτός τον οποίο εύκολα μπορεί κανείς να υποκριθεί, να παραστήσει. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
εὐυποκρίτους — εὐυπόκριτος playing one s part well masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)